- κανίδιον
- κανίδιον, τὸ (Α)πάπ.1. μικρό καλάθι, κάνιστρο2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. καπρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανίδιον — little basket neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανιδίου — κανίδιον little basket neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανιδίῳ — κανίδιον little basket neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)